κακοτροπια

κακοτροπια
    κακοτροπία
    κᾰκο-τροπία
    ἥ испорченность, развращенность, безнравственность Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κακοτροπια" в других словарях:

  • κακοτροπία — κακοτροπίᾱ , κακοτροπία badness of habits fem nom/voc/acc dual κακοτροπίᾱ , κακοτροπία badness of habits fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτροπίᾳ — κακοτροπίαι , κακοτροπία badness of habits fem nom/voc pl κακοτροπίᾱͅ , κακοτροπία badness of habits fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτροπία — η (Α κακοτροπία) [κακότροπος] 1. κακός τρόπος, κακή ανατροφή 2. στρυφνότητα, δυστροπία, ιδιοτροπία αρχ. κακία, πανουργία …   Dictionary of Greek

  • κακοτροπιά — η κακή ανατροφή, ιδιοτροπία: Μίλησε έτσι από κακοτροπιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοτροπίας — κακοτροπίᾱς , κακοτροπία badness of habits fem acc pl κακοτροπίᾱς , κακοτροπία badness of habits fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτροπίαι — κακοτροπία badness of habits fem nom/voc pl κακοτροπίᾱͅ , κακοτροπία badness of habits fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτροπίαν — κακοτροπίᾱν , κακοτροπία badness of habits fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτροπίαις — κακοτροπία badness of habits fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοτροπίῃ — κακοτροπία badness of habits fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόνοια — η (AM κακόνοια) [κακόνους] 1. δυσμένεια, εχθρότητα, εχθρική διάθεση («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῡτο ποιεῑ, ἀλλ ἀγνοίᾳ», Ξεν.) 2. δυστροπία, στρεβλότητα χαρακτήρα, κακοτροπία, αναποδιά …   Dictionary of Greek

  • τζαναμπετιά — η το γνώρισμα του τζαναμπέτη, η κακοτροπία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»